σαββατιανά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sa.va.tçaˈna/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σαβ‐βα‐τι‐α‐νά
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαββατιανά < σαββατιαν(ός) + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίασαββατιανά (χρονικό επίρρημα)
- την ημέρα του Σαββάτου
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαββατιανά
→ δείτε τη λέξη Σάββατο |
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασαββατιανά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σαββατιανό