σαββατιάτικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαββατιάτικα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα επεξεργασία
σαββατιάτικα
- κατά το Σάββατο
- σαββατιάτικα, τα μαγαζιά ήταν όλα κλειστά!
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαββατιάτικα
|
σαββατιάτικα
|