Ετυμολογία

επεξεργασία
σαβαγιάρ < γαλλική savoyard (= ο προερχόμενος από τη Σαβοΐα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαβαγιάρ ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο

  • είδος μπισκότων που χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική, κυρίως ως βάση παρασκευής γλυκισμάτων.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία