σαβαγιάρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαβαγιάρ ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο
- είδος μπισκότων που χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική, κυρίως ως βάση παρασκευής γλυκισμάτων.
σαβαγιάρ ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο