Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαβαγιάρ < γαλλική savoyard (= ο προερχόμενος από τη Σαβοΐα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαβαγιάρ ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο

  • είδος μπισκότων που χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική, κυρίως ως βάση παρασκευής γλυκισμάτων.

  Μεταφράσεις επεξεργασία