πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σέλαχος τὰ σελάχη
& σελάχε
      γενική τοῦ σελάχους
αιολικός σελάχευς
& σελάχεος
τῶν σελαχῶν
& σελαχέων
      δοτική τῷ σελάχει
& σελάχεῐ̈
τοῖς σελάχεσ(ν)
    αιτιατική τὸ σέλαχος τὰ σελάχη
& σελάχεα
     κλητική ! σέλαχος σελάχη
& σελάχεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σελάχει & σελάχεε
γεν-δοτ τοῖν  σελαχοῖν & σελαχέοιν
Συνήθως στον πληθυντικό.
3η κλίση, Κατηγορία 'στέλεχος' όπως «στέλεχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σέλαχος ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό)