Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σάκευση οι σακεύσεις
      γενική της σάκευσης* των σακεύσεων
    αιτιατική τη σάκευση τις σακεύσεις
     κλητική σάκευση σακεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σακεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σάκευση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σάκευση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία