σάγια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σάγια | οι | σάγιες |
γενική | της | σάγιας | των | σαγιών |
αιτιατική | τη | σάγια | τις | σάγιες |
κλητική | σάγια | σάγιες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σάγια < τουρκική şayak < οθωμανική τουρκική شایاك
Ουσιαστικό
επεξεργασίασάγια θηλυκό
- (ενδυμασία, παρωχημένο) άλλη μορφή του σαγιάκι
- σάγια ολόμαλλη
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σάγια
|
Πηγές
επεξεργασία- σάγια - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)