ρῆμα
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυικός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ρῆμα | ρήματε | ρήματα |
Γενική | ρήματος | ρημάτοιν | ρημάτων |
Δοτική | ρήματι | ρημάτοιν | ρήμασι |
Αιτιατική | ρῆμα | ρήματε | ρήματα |
Κλητική | ρῆμα | ρήματε | ρήματα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ρῆμα < εἴρω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ρῆμα
Επεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- ρήματα ἀντ’ ἀλφίτων: λόγια αντί για φαγητό, η κοιλιὰ δεν γεμίζει με λόγια