Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρώσικη σαλάτα → δείτε τις λέξεις ρώσικος και σαλάτα

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ρώσικη σαλάτα θηλυκό και ρώσικη

  • σαλάτα που αποτελείται κατά βάση από μαγιονέζα στην οποία ανακατεύουμε αρακά και μικρούς κύβους βρασμένου καρότου και βραστής πατάτας
η ρώσικη σαλάτα πολύ σπάνια παρασκευάζεται στο σπίτι· συνήθως είναι βιομηχανικό προϊόν ή προϊόν εργαστηρίων

  Μεταφράσεις επεξεργασία