Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρυγχοκάνθαρος οι ρυγχοκάνθαροι
      γενική του ρυγχοκάνθαρου
ρυγχοκανθάρου
των ρυγχοκάνθαρων
ρυγχοκανθάρων
    αιτιατική τον ρυγχοκάνθαρο τους ρυγχοκάνθαρους
ρυγχοκανθάρους
     κλητική ρυγχοκάνθαρε ρυγχοκάνθαροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρυγχοκάνθαρος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρυγχοκάνθαρος αρσενικό