Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ροτόντα οι ροτόντες
      γενική της ροτόντας
    αιτιατική τη ροτόντα τις ροτόντες
     κλητική ροτόντα ροτόντες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ροτόντα < (άμεσο δάνειο) ιταλική rotonda, θηλυκό του rotondo < λατινική rotundus < roto < rota < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *Hroteh₂ (τροχός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ροτόντα θηλυκό

  1. (αρχιτεκτονική) στρογγυλό οικοδόμημα, που συνήθως στην κορυφή του έχει θόλο
  2. (κατ’ επέκταση) στρογγυλό τραπέζι ή το τραπεζομάντιλο που στρώνεται πάνω σ' ένα τέτοιο τραπέζι

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία