ροτόντα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ροτόντα | οι | ροτόντες |
γενική | της | ροτόντας | — | |
αιτιατική | τη | ροτόντα | τις | ροτόντες |
κλητική | ροτόντα | ροτόντες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ροτόντα < (άμεσο δάνειο) ιταλική rotonda, θηλυκό του rotondo < λατινική rotundus < roto < rota < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *Hroteh₂ (τροχός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ροτόντα θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) στρογγυλό οικοδόμημα, που συνήθως στην κορυφή του έχει θόλο
- (κατ’ επέκταση) στρογγυλό τραπέζι ή το τραπεζομάντιλο που στρώνεται πάνω σ' ένα τέτοιο τραπέζι