ροδομύριστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ροδομύριστος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾo.ðoˈmi.ɾi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρο‐δο‐μύ‐ρι‐στος
Επίθετο επεξεργασία
ροδομύριστος, -η, -ο
- που μυρίζει σαν το ρόδο, τριαντάφυλλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ροδομύριστος
|
Πηγές επεξεργασία
- Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.