ροδομάγουλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾo.ðoˈma.ɣu.los/
Επίθετο επεξεργασία
ροδομάγουλος
- που έχει τα μάγουλά του ρόδινα, ελαφρά κόκκινα
Συγγενικά επεξεργασία
- ροδοκοκκινίζω
- ροδοκόκκινος
- και → δείτε τις λέξεις ρόδο και μάγουλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ροδομάγουλος
|