Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ροβίτσα οι ροβίτσες
      γενική της ροβίτσας
    αιτιατική τη ροβίτσα τις ροβίτσες
     κλητική ροβίτσα ροβίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ροβίτσα < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾoˈvi.t͡sa/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ροβίτσα θηλυκό

  • είδος φασολιού πολύ μικρό σε μέγεθος και πράσινο, προέρχεται από το φυτό Vigna radiata
    Στα Καλάβρυτα το στιφάδο της ροβίτσας είναι τοπική σπεσιαλιτέ.

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία