Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρηματάκι τα ρηματάκια
      γενική
    αιτιατική το ρηματάκι τα ρηματάκια
     κλητική ρηματάκι ρηματάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρηματάκι < (ρήμα) ρηματ- + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρηματάκι ουδέτερο

  1. μικρό ρήμα, με λίγες συλλαβές
  2. (χαϊδευτικό) το εύκολο ρήμα
    έχω να κλίνω κάτι ρηματάκια και τελείωσα
  3. (ειρωνικό) το δύσκολο ρήμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ρήμα