ρηματάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρηματάκι | τα | ρηματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ρηματάκι | τα | ρηματάκια |
κλητική | ρηματάκι | ρηματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρηματάκι < (ρήμα) ρηματ- + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρηματάκι ουδέτερο
- μικρό ρήμα, με λίγες συλλαβές
- (χαϊδευτικό) το εύκολο ρήμα
- ⮡ έχω να κλίνω κάτι ρηματάκια και τελείωσα
- (ειρωνικό) το δύσκολο ρήμα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ρήμα
ρηματάκι
|