ρηγνύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ρηγνύω < αρχαία ελληνική ῥηγνύω, τύπου του ρήματος ῥήγνυμι και < θέμα Fραγ-
Ρήμα
επεξεργασία
ρηγνύω {μόνο στον ενεστώτα)
- (αρχαιοπρεπές, παρωχημένο) στα νέα ελληνικά: σε σύνθετες λέξεις
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- Δεν υπάρχει σε όλα τα λεξικά ως ρήμα της κοινής νεοελληνικής
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ῥηγνύω - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .