Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ρεπάρω < ρεπό ( < γαλλική repos ) + -άρω

  ΡήμαΕπεξεργασία

ρεπάρω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία