ρεντγκένιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
|
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ρεντγκένιο < προς τιμήν του γερμανού φυσικού Βίλχελμ Κόνραντ Ρέντγκεν
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ρεντγκένιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) ραδιενεργό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 111 και χημικό σύμβολο Rg
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρεντγκένιο | τα | ρεντγκένια |
γενική | του | ρεντγκένιου | των | ρεντγκένιων |
αιτιατική | το | ρεντγκένιο | τα | ρεντγκένια |
κλητική | ρεντγκένιο | ρεντγκένια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρεντγκένιο