ραφιδογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραφιδογράφος αρσενικό
- συσκευή γραφής συστήματος μπράιγ (γραφή μπράιγ)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραφιδογράφος
ραφιδογράφος αρσενικό