Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραδιοτηλεόραση οι ραδιοτηλεοράσεις
      γενική της ραδιοτηλεόρασης των ραδιοτηλεοράσεων
    αιτιατική τη ραδιοτηλεόραση τις ραδιοτηλεοράσεις
     κλητική ραδιοτηλεόραση ραδιοτηλεοράσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραδιοτηλεόραση < ράδιο + τηλεόραση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραδιοτηλεόραση θηλυκό

  1. το σύνολο των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών
  2. εταιρεία που λειτουργεί τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς

  Μεταφράσεις επεξεργασία