πύρρειος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πύρρειος | η | πύρρεια & πύρρειος |
το | πύρρειο |
γενική | του | πύρρειου & πυρρείου |
της | πύρρειας & πυρρείου |
του | πύρρειου & πυρρείου |
αιτιατική | τον | πύρρειο | την | πύρρεια & πύρρειο |
το | πύρρειο |
κλητική | πύρρειε | πύρρεια & πύρρειε |
πύρρειο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πύρρειοι | οι | πύρρειες & πύρρειοι |
τα | πύρρεια |
γενική | των | πύρρειων & πυρρείων |
των | πύρρειων & πυρρείων |
των | πύρρειων & πυρρείων |
αιτιατική | τους | πύρρειους & πυρρείους |
τις | πύρρειες & πυρρείους |
τα | πύρρεια |
κλητική | πύρρειοι | πύρρειες & πύρρειοι |
πύρρεια | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. | ||||||
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πύρρειος < αρχαίο ΄όνομα Πύρρ(ος) (ελληνιστική περίοδος για τον βασιλιά της Ηπείρου, Πύρρο)[1] + -ειος, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική Pyrrhic < αρχαία ελληνική Πύρρος[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpi.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πύρ‐ρει‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαπύρρειος
- που σχετίζεται με τις βαριές απώλειες σε στρατιωτική νίκη του βασιλιά της Ηπείρου, Πύρρου
- στην έκφραση πύρρειος νίκη
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ πύρρειος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας