Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πύργος ελέγχου οι πύργοι ελέγχου
      γενική του πύργου ελέγχου των πύργων ελέγχου
    αιτιατική τον πύργο ελέγχου τους πύργους ελέγχου
     κλητική πύργε ελέγχου πύργοι ελέγχου
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πύργος ελέγχου < → δείτε τις λέξεις πύργος και έλεγχος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpiɾ.ɣos eˈleŋ.xu/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

 
Ο πύργος ελέγχου του αεροδρομίου του Παλέρμο στην Ιταλία

πύργος ελέγχου αρσενικό

  1. (αεροπορικός όρος) κτίριο του αεροδρομίου από το οποίο ασκείται ο έλεγχος εναέριας κυκλοφορίας για την κίνηση των αεροσκαφών εντός και γύρω από το αεροδρόμιο[1]
  2. κτίριο ελέγχου κίνησης άλλων μέσων όπως τρένα ή πλοία σε σταθμούς ή λιμάνια

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία