Ετυμολογία

επεξεργασία
πύλαι < πύλη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πύλαι θηλυκό στον πληθυντικό

  1. η κεντρική είσοδος
  2. τα πρόθυρα
  3. (γενικότερα) το άνοιγμα, η οπή, η στενή δίοδος ανάμεσα σε βουνά ή, για θαλάσσιο δρόμο, ανάμεσα σε ξηρά