από έκθεση πόντσο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πόντσο < (άμεσο δάνειο) ισπανική poncho < κέτσουα punchu

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πόντσο ουδέτερο άκλιτο

  • (ενδυμασία) τετράγωνο ένδυμα, χωρίς χέρια, με τρύπα στη μέση που φοριέται σαν πανωφόρι, νοτιοαμερικανικής προέλευσης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία