πυρωπός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | πυρωπός | τὸ | πυρωπόν | ||
γενική | τοῦ/τῆς | πυρωποῦ | τοῦ | πυρωποῦ | ||
δοτική | τῷ/τῇ | πυρωπῷ | τῷ | πυρωπῷ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | πυρωπόν | τὸ | πυρωπόν | ||
κλητική ὦ! | πυρωπέ | πυρωπόν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | πυρωποί | τὰ | πυρωπᾰ́ | ||
γενική | τῶν | πυρωπῶν | τῶν | πυρωπῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | πυρωποῖς | τοῖς | πυρωποῖς | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | πυρωπούς | τὰ | πυρωπᾰ́ | ||
κλητική ὦ! | πυρωποί | πυρωπᾰ́ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυρωπώ | τὼ | πυρωπώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πυρωποῖν | τοῖν | πυρωποῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πυρωπός αρσενικό
- ίσως είδος κοκκινωπού μπρούτζου
Πηγές
επεξεργασία
- πυρωπός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πυρωπός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.