Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πυρωπός τὸ πυρωπόν
      γενική τοῦ/τῆς πυρωποῦ τοῦ πυρωποῦ
      δοτική τῷ/τῇ πυρωπ τῷ πυρωπ
    αιτιατική τὸν/τὴν πυρωπόν τὸ πυρωπόν
     κλητική ! πυρωπέ πυρωπόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πυρωποί τὰ πυρωπᾰ́
      γενική τῶν πυρωπῶν τῶν πυρωπῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς πυρωποῖς τοῖς πυρωποῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς πυρωπούς τὰ πυρωπᾰ́
     κλητική ! πυρωποί πυρωπᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πυρωπώ τὼ πυρωπώ
      γεν-δοτ τοῖν πυρωποῖν τοῖν πυρωποῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρωπός < (πῦρ) πυρ- + -ωπός (ὤψ)

  Επίθετο επεξεργασία

πυρωπός, -ός, -όν

  1. με όψη κόκκινη, κοκκινωπός
  2. λαμπερός
    κοσμοῦνται δ᾽ οἱ παῖδες χρυσῷ, τὸ πυρωπὸν τιθεμένων ἐν τιμῇ (Χρειάζεται στοιχεία)
  3. πυρώδης, όμοιος με πυρ
    πυρωπὸν ἐκ Διὸς μολεῖν κεραυνόν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυρωπός αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία