πυροκρατήρας
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πυροκρατήρας αρσενικό,
- (γεωλογία), (αστρονομία): κρατήρας ηφαιστείου, σε αντιδιαστολή με κρατήρα άλλης προέλευσης
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πυροκρατήρας