Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυριτιωμένος η πυριτιωμένη το πυριτιωμένο
      γενική του πυριτιωμένου της πυριτιωμένης του πυριτιωμένου
    αιτιατική τον πυριτιωμένο την πυριτιωμένη το πυριτιωμένο
     κλητική πυριτιωμένε πυριτιωμένη πυριτιωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυριτιωμένοι οι πυριτιωμένες τα πυριτιωμένα
      γενική των πυριτιωμένων των πυριτιωμένων των πυριτιωμένων
    αιτιατική τους πυριτιωμένους τις πυριτιωμένες τα πυριτιωμένα
     κλητική πυριτιωμένοι πυριτιωμένες πυριτιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

πέτρωμα που κρυσταλλοποιήθηκε παρουσία πυριτίου[1]