Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυριτιωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πυριτιωμέν
ος
η
πυριτιωμέν
η
το
πυριτιωμέν
ο
γενική
του
πυριτιωμέν
ου
της
πυριτιωμέν
ης
του
πυριτιωμέν
ου
αιτιατική
τον
πυριτιωμέν
ο
την
πυριτιωμέν
η
το
πυριτιωμέν
ο
κλητική
πυριτιωμέν
ε
πυριτιωμέν
η
πυριτιωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πυριτιωμέν
οι
οι
πυριτιωμέν
ες
τα
πυριτιωμέν
α
γενική
των
πυριτιωμέν
ων
των
πυριτιωμέν
ων
των
πυριτιωμέν
ων
αιτιατική
τους
πυριτιωμέν
ους
τις
πυριτιωμέν
ες
τα
πυριτιωμέν
α
κλητική
πυριτιωμέν
οι
πυριτιωμέν
ες
πυριτιωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
πέτρωμα που κρυσταλλοποιήθηκε παρουσία πυριτίου
[1]
↑
https://web.archive.org/web/20160306200744/http://anthrakikapetr.tripod.com/