Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πυργάκι τα πυργάκια
      γενική
    αιτιατική το πυργάκι τα πυργάκια
     κλητική πυργάκι πυργάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυργάκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πυργάκι < πύργ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /piɾˈɣa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυρ‐γά‐κι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυργάκι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πύργος



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυργάκι < πύργ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυργάκι ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία