πυραυλομοντελισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυραυλομοντελισμός < πύραυλος + μοντελισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
πυραυλομοντελισμός αρσενικό
- (αεροπορικός όρος): αεράθλημα, που πραγματοποιείται με τεχνική κατασκευή και πτήση ομοιωμάτων πυραύλων, για ψυχαγωγικούς και επιδεικτικούς λόγους (αγώνες)
Παράγωγα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυραυλομοντελισμός
|