Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυραυλομοντελισμός οι πυραυλομοντελισμοί
      γενική του πυραυλομοντελισμού των πυραυλομοντελισμών
    αιτιατική τον πυραυλομοντελισμό τους πυραυλομοντελισμούς
     κλητική πυραυλομοντελισμέ πυραυλομοντελισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυραυλομοντελισμός < πύραυλος + μοντελισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυραυλομοντελισμός αρσενικό

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία