πυρανόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πυρανόμετρο | τα | πυρανόμετρα |
γενική | του | πυρανόμετρου & πυρανομέτρου |
των | πυρανόμετρων & πυρανομέτρων |
αιτιατική | το | πυρανόμετρο | τα | πυρανόμετρα |
κλητική | πυρανόμετρο | πυρανόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πυρανόμετρο < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pyranometer
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.ɾaˈno.me.tɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρα‐νό‐με‐τρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυρανόμετρο ουδέτερο
- συσκευή η οποία μετρά την ηλιακή ακτινοβολία η οποία προσπίπτει σε μία επιφάνεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυρανόμετρο
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr