Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρήιον < πῦρ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυρήιον (στην αττική πυρεῖον)

→ δείτε τη λέξη πυρεῖον