Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυξιδοθήκη οι πυξιδοθήκες
      γενική της πυξιδοθήκης των πυξιδοθηκών
    αιτιατική την πυξιδοθήκη τις πυξιδοθήκες
     κλητική πυξιδοθήκη πυξιδοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυξιδοθήκη < πυξίδ(α) + -ο- + -θήκη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυξιδοθήκη θηλυκό

  • κουτί στο οποίο φυλάσσεται η πυξίδα των πλοίων

  Μεταφράσεις επεξεργασία