πρόστυμμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρόστυμμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόστυμμα ουδέτερο
- ουσία που χρησιμεύει για στερέωση της χρωστικής ύλης στις ίνες των βαφόμενων υφασμάτων. Μπορεί να είναι οξειδωτικά (χρωμικό οξύ , νιτρικό οξύ, πικρικό οξύLugol κ.α), στυπτηρίες (στυπτηρία σιδήρου και καλίου) ή τανίνες
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρόστυμμα
|