πρόπολις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
προπολῐ- προπολε- | |||||
ονομαστική | ἡ | πρόπολῐς | αἱ | προπόλεις | |
γενική | τῆς | προπόλεως | τῶν | προπόλεων | |
δοτική | τῇ | προπόλει | ταῖς | προπόλεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | πρόπολῐν | τὰς | προπόλεις | |
κλητική ὦ! | πρόπολῐ | προπόλεις | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προπόλει | |||
γεν-δοτ | τοῖν | προπολέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπρόπολις θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- πρόπολις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρόπολις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.