Δείτε επίσης: Πρόδρομου, Προδρόμου, προδρόμου

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

πρόδρομου αρσενικό ή ουδέτερο

  1. γενική ενικού, αρσενικού γένους του πρόδρομος
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους (πρόδρομο) του πρόδρομος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

πρόδρομου αρσενικό