Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρωτοσύγκελλος αρσενικό



  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτοσύγκελλος < πρωτο- + σύγγελος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρωτοσύγκελλος αρσενικό