Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτεϊκά < πρωτεϊκός + < γαλλική protéique < αρχαία ελληνική Πρωτεύς

  Επίρρημα

επεξεργασία

πρωτεϊκά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

πρωτεϊκά