↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προωστήρας οι προωστήρες
      γενική του προωστήρα των προωστήρων
    αιτιατική τον προωστήρα τους προωστήρες
     κλητική προωστήρα προωστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προωστήρας < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προωστήρ < αρχαία ελληνική πρόωσ(ις) + -τήρ > -τήρας < αρχαία ελληνική προωθέω / προωθῶ < προ- ὠθέω / ὠθῶ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική propulseur) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.oˈsti.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐ω‐στή‐ρας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προωστήρας αρσενικό

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις προωθώ, προ και ωθώ

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία