Ετυμολογία

επεξεργασία
προχώ < σύντμηση της μετοχής προχωρημένος

  Επίθετο

επεξεργασία

προχώ άκλιτο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προχώ άκλιτο

  • (αργκό) αυτός που έχει πρωτοποριακές, ενδεχομένως και εκκεντρικές, απόψεις, θέσεις ή συμπεριφορές
    Ξοδεύουν πολλές λέξεις για τους μοντέρνους και μεταμοντέρνους ξένους, αναφέρουν ονόματα που είναι σχεδόν άγνωστα στους πολλούς, αλλά αγνοούν τους μοντέρνους και τους πιο «προχώ» της ελληνικής λογοτεχνίας. (*)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία