προχοΐδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προχοΐδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προχοΐς από την αιτιατική «τήν προχοΐδα»,[1] υποκοριστικό του πρόχους (αγγείο με στόμιο) < προ- + -χοος (χοῦς < χέω)[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.xoˈi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐χο‐ΐ‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροχοΐδα θηλυκό
- (χημεία) γυάλινος ογκομετρικός σωλήνας χημικού εργαστηρίου, στο κάτω άκρο του οποίου φέρεται στρόφιγγα.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- προχοΐδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ προχοΐδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «πρόχους» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπροχοΐδα θηλυκό