Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προφύσιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
προφύσι
ο
τα
προφύσι
α
γενική
του
προφυσί
ου
&
προφύσι
ου
των
προφυσί
ων
αιτιατική
το
προφύσι
ο
τα
προφύσι
α
κλητική
προφύσι
ο
προφύσι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
προφύσιο
<
προ
+
φύση
+
-ιο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
προφύσιο
ουδέτερο
(
τεχνολογία
): κωνικός σωλήνας εισαγωγής αέρος π.χ. σε
υψικάμινο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προφύσιο