↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσχηματισμένος η προσχηματισμένη το προσχηματισμένο
      γενική του προσχηματισμένου της προσχηματισμένης του προσχηματισμένου
    αιτιατική τον προσχηματισμένο την προσχηματισμένη το προσχηματισμένο
     κλητική προσχηματισμένε προσχηματισμένη προσχηματισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσχηματισμένοι οι προσχηματισμένες τα προσχηματισμένα
      γενική των προσχηματισμένων των προσχηματισμένων των προσχηματισμένων
    αιτιατική τους προσχηματισμένους τις προσχηματισμένες τα προσχηματισμένα
     κλητική προσχηματισμένοι προσχηματισμένες προσχηματισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσχηματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσχηματίζω

προσχηματισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία