Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσφυγοποίηση οι προσφυγοποιήσεις
      γενική της προσφυγοποίησης των προσφυγοποιήσεων
    αιτιατική την προσφυγοποίηση τις προσφυγοποιήσεις
     κλητική προσφυγοποίηση προσφυγοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσφυγοποίηση < πρόσφυγ(ας) + -ο- + -ποίηση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.sfi.ɣoˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σφυ‐γο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσφυγοποίηση θηλυκό

  • (νεολογισμός) η δημιουργία προσφυγικού κύματος, συνήθως μετά από κάποιο γεγονός
    ※  Με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι ελληνικοί πληθυσμοί που είχαν αναγκαστεί σε προσφυγοποίηση ή βίαιη μετακίνηση ήταν, πρωτίστως, Θράκες και Μικρασιάτες που από το 1914 είχαν καταφύγει στην Ελλάδα, Μικρασιάτες που είχαν εκτοπισθεί στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Πόντιοι που το 1917 μετακινήθηκαν προς τα ρωσικά εδάφη του Καυκάσου. (Κωνσταντίνος Βλάσσης, Ο νόμος του 1922 για τη μετανάστευση, Η Καθημερινή, 9 Μαρτίου 2021)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr