Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσφερμένος η προσφερμένη το προσφερμένο
      γενική του προσφερμένου της προσφερμένης του προσφερμένου
    αιτιατική τον προσφερμένο την προσφερμένη το προσφερμένο
     κλητική προσφερμένε προσφερμένη προσφερμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσφερμένοι οι προσφερμένες τα προσφερμένα
      γενική των προσφερμένων των προσφερμένων των προσφερμένων
    αιτιατική τους προσφερμένους τις προσφερμένες τα προσφερμένα
     κλητική προσφερμένοι προσφερμένες προσφερμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσφερμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσφέρω, προσφέρομαι

  Μετοχή επεξεργασία

προσφερμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία