προσεχώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- προσεχώς < ελληνιστική κοινή προσεχῶς < αρχαία ελληνική προσεχής
Επίρρημα
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
προσεχώς ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο
- οι ταινίες που θα προβληθούν μελλοντικά σε κάποιον κινηματογράφο
- η αποσπασματική προβολή τμημάτων ταινίας που πρόκειται να προβληθεί
- προλαβαίνουμε, ακόμα δεν θα έχουν τελειώσει τα προσεχώς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προσεχώς