↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσεξουαλικός η προσεξουαλική το προσεξουαλικό
      γενική του προσεξουαλικού της προσεξουαλικής του προσεξουαλικού
    αιτιατική τον προσεξουαλικό την προσεξουαλική το προσεξουαλικό
     κλητική προσεξουαλικέ προσεξουαλική προσεξουαλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσεξουαλικοί οι προσεξουαλικές τα προσεξουαλικά
      γενική των προσεξουαλικών των προσεξουαλικών των προσεξουαλικών
    αιτιατική τους προσεξουαλικούς τις προσεξουαλικές τα προσεξουαλικά
     κλητική προσεξουαλικοί προσεξουαλικές προσεξουαλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσεξουαλικός < προ- + σεξουαλικός [< (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική presexual]

  Επίθετο

επεξεργασία

προσεξουαλικός -ή, ό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία