Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προσεδαφισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προσεδαφισμέν
ος
η
προσεδαφισμέν
η
το
προσεδαφισμέν
ο
γενική
του
προσεδαφισμέν
ου
της
προσεδαφισμέν
ης
του
προσεδαφισμέν
ου
αιτιατική
τον
προσεδαφισμέν
ο
την
προσεδαφισμέν
η
το
προσεδαφισμέν
ο
κλητική
προσεδαφισμέν
ε
προσεδαφισμέν
η
προσεδαφισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προσεδαφισμέν
οι
οι
προσεδαφισμέν
ες
τα
προσεδαφισμέν
α
γενική
των
προσεδαφισμέν
ων
των
προσεδαφισμέν
ων
των
προσεδαφισμέν
ων
αιτιατική
τους
προσεδαφισμέν
ους
τις
προσεδαφισμέν
ες
τα
προσεδαφισμέν
α
κλητική
προσεδαφισμέν
οι
προσεδαφισμέν
ες
προσεδαφισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
προσεδαφισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
προσεδαφίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προσεδαφισμένος