προσαχθείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | προσαχθείς & προσαχθέντας |
η | προσαχθείσα | το | προσαχθέν |
γενική | του | προσαχθέντος & προσαχθέντα |
της | προσαχθείσας & προσαχθείσης* |
του | προσαχθέντος |
αιτιατική | τον | προσαχθέντα | την | προσαχθείσα | το | προσαχθέν |
κλητική | προσαχθείς & προσαχθέντα |
προσαχθείσα | προσαχθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | προσαχθέντες | οι | προσαχθείσες | τα | προσαχθέντα |
γενική | των | προσαχθέντων | των | προσαχθεισών | των | προσαχθέντων |
αιτιατική | τους | προσαχθέντες | τις | προσαχθείσες | τα | προσαχθέντα |
κλητική | προσαχθέντες | προσαχθείσες | προσαχθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσαχθείς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσαχθείς, προσαχθεῖσα, προσαχθέν, μετοχή του παθητικού αορίστου του ρήματος προσάγω
Μετοχή επεξεργασία
προσαχθείς, -είσα, -έν
- μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος προσάγω (νομικός όρος) που έχει προσάχθηκε, δεν έχει συλληφθεί, ούτε του έχουν απαγγελθεί κατηγορίες, αλλά κρατείται προσωρινά
- ↪ οι προσαχθέντες αφέθηκαν τελικά όλοι ελεύθεροι εκτός από δύο
- ↪ η προσαχθείσα τελικά οδηγήθηκε στον εισαγγελέα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσαχθείς
|
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
προσαχθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσάγομαι
- θα προσαχθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσάγομαι