Ετυμολογία

επεξεργασία
προπτυχιακός < προ- + πτυχί(ο) + -ακός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.pti.çi.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐πτυ‐χι‐α‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προπτυχιακός η προπτυχιακή το προπτυχιακό
      γενική του προπτυχιακού της προπτυχιακής του προπτυχιακού
    αιτιατική τον προπτυχιακό την προπτυχιακή το προπτυχιακό
     κλητική προπτυχιακέ προπτυχιακή προπτυχιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προπτυχιακοί οι προπτυχιακές τα προπτυχιακά
      γενική των προπτυχιακών των προπτυχιακών των προπτυχιακών
    αιτιατική τους προπτυχιακούς τις προπτυχιακές τα προπτυχιακά
     κλητική προπτυχιακοί προπτυχιακές προπτυχιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

προπτυχιακός, -η, -ο

  1. (εκπαίδευση) που σχετίζεται με σπουδές πριν τη λήψη πτυχίου
    ※  Δύο κύκλους σπουδών, από τους οποίους ο ένας θα είναι προπτυχιακός με τουλάχιστον τριετή διάρκεια και ο δεύτερος μεταπτυχιακός με διετή διάρκεια, και συνολική αναδιάρθρωση των σπουδών στα πανεπιστήμια κατά τις επιταγές της Διακήρυξης της Μπολόνιας προωθεί άμεσα η κυβέρνηση.
    Μάρνυ Παπαματθαίου, «Casus belli» τα τρία συν δύο έτη σπουδών, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008
  2. (εκπαίδευση) ο σχετικός με τις σπουδές αυτές
    ⮡ προπτυχιακός φοιτητής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προπτυχιακός οι προπτυχιακοί
      γενική του προπτυχιακού των προπτυχιακών
    αιτιατική τον προπτυχιακό τους προπτυχιακούς
     κλητική προπτυχιακέ προπτυχιακοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

προπτυχιακός αρσενικό

  • (εκπαίδευση) άτομο που πραγματοποιεί προπτυχιακές σπουδές
    ⮡ οι προπτυχιακοί και οι απόφοιτοι διεκδικούν την αναγνώριση του πτυχίου τους

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία