προπομπή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προπομπή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προπομπή < προπέμπω. Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + πομπή.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.pomˈbi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐πο‐μπή
Ουσιαστικό επεξεργασία
προπομπή θηλυκό
- (λόγιο) ξεπροβόδισμα
- ※ Κώστας Καρυωτάκης, Προπομπή @greek-language.gr, στίχ.1-2, [νεανικά ποήματα 1919-1924]
- Επήρες πια τα μάτια σου κι έφυγες σε μιαν άκρη.,
Όλα τώρα σε λησμονούν εκεί παραριχτή,
- Επήρες πια τα μάτια σου κι έφυγες σε μιαν άκρη.,
- ※ Κώστας Καρυωτάκης, Προπομπή @greek-language.gr, στίχ.1-2, [νεανικά ποήματα 1919-1924]
- (λόγιο) νεκρώσιμη πομπή
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προπομπή
|
Πηγές επεξεργασία
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- προπομπή σελ.6161 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- προπομπή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προπομπή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.