Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προπομπή οι προπομπές
      γενική της προπομπής των προπομπών
    αιτιατική την προπομπή τις προπομπές
     κλητική προπομπή προπομπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προπομπή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προπομπή < προπέμπω. Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + πομπή.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.pomˈbi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐πο‐μπή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προπομπή θηλυκό

  1. (λόγιο) ξεπροβόδισμα
    ※  Κώστας Καρυωτάκης, Προπομπή @greek-language.gr, στίχ.1-2, [νεανικά ποήματα 1919-1924]
    Επήρες πια τα μάτια σου κι έφυγες σε μιαν άκρη.,
    Όλα τώρα σε λησμονούν εκεί παραριχτή,
  2. (λόγιο) νεκρώσιμη πομπή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία