Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προλυκειακός η προλυκειακή το προλυκειακό
      γενική του προλυκειακού της προλυκειακής του προλυκειακού
    αιτιατική τον προλυκειακό την προλυκειακή το προλυκειακό
     κλητική προλυκειακέ προλυκειακή προλυκειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προλυκειακοί οι προλυκειακές τα προλυκειακά
      γενική των προλυκειακών των προλυκειακών των προλυκειακών
    αιτιατική τους προλυκειακούς τις προλυκειακές τα προλυκειακά
     κλητική προλυκειακοί προλυκειακές προλυκειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προλυκειακός < προ- + λυκειακός

  Επίθετο επεξεργασία

προλυκειακός

  1. που αφορά εκπαιδευτική βαθμίδα πριν από το λύκειο
    ※  Σήμερα είχαμε μια πάρα πολύ καλή συνεργασία με τον υπουργό (…) και τους δυο υφυπουργούς, για να κοιτάξουμε όλα τα θέματα που αφορούν την τουριστική εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες, από το προλυκειακό μέχρι και το ανώτερο επίπεδο αλλά βεβαίως και για το τι γίνεται στις Ανώτατες Σχολές Τουρισμού και πώς αυτές θα μπορέσουν να αποκτήσουν μεγαλύτερη εξωστρέφεια. (www.gnto.gov.gr, 30.07.2014)
  2. που γίνεται ή συμβαίνει σε χρονική στιγμή πριν από τη φοίτηση στο λύκειο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία